- προσομολόγηση
- η, Ν [προσομολογῶ]1. η πρόσθετη ομολόγηση, η ανανέωση ομολογίας2. (νομ.) α) ανάληψη οφειλής από τρίτον χωρίς να είναι απαραίτητη η συγκατάθεση τού οφειλέτηβ) (βυζ. και ρωμ. δίκ.) μορφή ανανέωσης τής ενοχής.
Dictionary of Greek. 2013.